Τι πρέπει να γνωρίζουμε
Κάθε κατάσταση στην οποία υπάρχει διαταραχή του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού ονομάζεται καρδιακή αρρυθμία. Υπάρχουν διαφόρων ειδών αρρυθμίες, οι οποίες διακρίνονται σε υπερ-κοιλιακές, που είναι λιγότερο επικίνδυνες και σε κοιλιακές περισσότερο επικίνδυνες. Ορισμένες από αυτές είναι εντελώς αθώες, κάποιες ωστόσο μπορεί να είναι πολύ σοβαρές, ενδεχομένως και θανατηφόρες. Μία από τις συχνότερες και σημαντικότερες μορφές υπερ-κοιλιακής αρρυθμίας είναι η Κολπική Μαρμαρυγή. Πρόκειται για ένα πρόβλημα του οποίου η συχνότητά εμφάνισης αυξάνεται όσο αυξάνεται και η ηλικία.
Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι
Φτερούγισμα στο στήθος
Ταχυπαλμίες, ή/και αρρυθμίες της καρδιάς
Συχνή Ατονία
Μειωμένη ικανότητα για σωματική άσκηση
Αυξημένη κόπωση
Οι κυριότεροι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε Κολπική Μαρμαρυγή είναι η :
- Ηλικία καθώς όσο μεγαλύτερος είναι κάποιος, τόσο αυξημένος είναι και ο κίνδυνος εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής.
- Υψηλή αρτηριακή πίεση
- Καρδιακή νόσος καθώς οι άνθρωποι με προβλήματα στις βαλβίδες της καρδιάς, με συγγενή καρδιοπάθεια, με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, με στεφανιαία νόσο, ή με ιστορικό καρδιακής προσβολής, έχουν αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής
- Χρόνιες παθήσεις: Αν δηλαδή υπάρχει υπνική άπνοια, μεταβολικό σύνδρομο, διαβήτης, χρόνια νεφρική νόσος και πνευμονική νόσος υπάρχει αυξημένος κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής.
- Αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ
- Παχυσαρκία
- Οικογενειακό ιστορικό: Σε ορισμένες οικογένειες, η κολπική μαρμαρυγή εμφανίζεται πολύ πιο συχνά από ό,τι σε άλλες.
Στην κολπική μαρμαρυγή, ο καρδιακός ρυθμός μπορεί να φτάσει ακόμα και πάνω από 140 παλμούς το λεπτό άρρυθμα. Ο φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός ενός ατόμου θα πρέπει να είναι μεταξύ 60 και 100 παλμών το λεπτό όταν είναι σε κατάσταση ηρεμίας.
Η κύρια διαφορά μεταξύ ενός κανονικού ρυθμού και της κολπικής μαρμαρυγής είναι ότι δεν είναι εφικτό να προβλεφθεί πότε θα είναι ο επόμενος καρδιακός παλμός, καθώς υπάρχει ταυτόχρονα και αρρυθμία. Δηλαδή, κατά τη διάρκεια της κολπικής μαρμαρυγής, οι δύο άνω χώροι,οι κόλποι της καρδιάς, χτυπούν ακανόνιστα και εκτός συγχρονισμού με τις δύο κάτω κοιλίες. Έτσι πιθανόν να δημιουργηθούν θρόμβοι στους κόλπουςμε τον κίνδυνο να προκληθούν εγκεφαλικά επεισόδια.
Μορφές της Κολπικής Μαρμαρυγής
Υπάρχουν τρείς μορφές κολπικής μαρμαρυγής.
Η Μόνιμη
Η Παροξυσμική. Διαρκεί λιγότερο από 1 εβδομάδα και αποκαθίσταται από μόνη της, και
η Εμμένουσα. Διαρκεί περισσότερο από 1 εβδομάδα και συνεχίζεται επ’ αόριστον χωρίς ιατρική παρέμβαση
Οι άνθρωποι που παθαίνουν κολπική μαρμαρυγή δεν κινδυνεύουν τόσο πολύ από την καρδιά τους αυτή καθ’ εαυτή.
Όμως η αρρυθμία αυτή αυξάνει σημαντικά, (διπλασιάζει έως τετραπλασιάζει) την πιθανότητα κάποιου να πάθει αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πλέον, όλες οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι 1 στα 5 εγκεφαλικά επεισόδια συμβαίνουν σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή.
Κάθε άτομο που παρουσιάζει τα προαναφερόμενα συμπτώματα θα πρέπει να επισκεφτεί γιατρό γιατί μπορεί η αρρυθμία να αποτελεί εκδήλωση καρδιακής ή άλλης νόσου.Η διερεύνηση της κολπικής μαρμαρυγής πρέπει να ξεκινά από την κλινική καρδιακή εξέταση. Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνει ένα απλό καρδιογράφημα, το οποίο θέτει κατά κανόνα τη διάγνωση.
Όταν πρόκειται για μια μόνιμη χρόνια κατάσταση με ένα απλό καρδιογράφημα τη διαγιγνώσκεις. Το πρόβλημα είναι οι παροξυσμικές μορφές της κολπικής μαρμαρυγής όπου μπορεί να απαιτηθεί η τοποθέτηση holter ρυθμού, δηλαδή καταγραφέας του ηλεκτροκαρδιογραφήματος για ένα 24ωρο παραπάνω.
Μία άλλη εξέταση που πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε είναι το υπερηχοκαρδιογράφημα.
Επιπλέον θα πρέπει να γίνονται αιματολογικές εξετάσεις μεταξύ των οποίων θα πρέπει να περιλαμβάνονται και εξετάσεις για τον θυρεοειδή (έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών) αλλά και έλεγχος ηλεκτρολυτών.
Ασφαλώς στα άτομα που έχουν πιθανότητες να έχουν στεφανιαία νόσο, εφόσον δε βρεθεί κάτι από τις προηγούμενες εξετάσεις θα πρέπει να γίνονται λειτουργικές δοκιμασίες, π.χ. δοκιμασία κοπώσεως, σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου κ.ά.
Όταν υπάρχουν επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής είτε μόνιμα είτε παροξυσμικά, χορηγείται αντιπηκτική αγωγή για να μειώσουμε τον κίνδυνο εγκεφαλικού.
Στην περίπτωση αυτή χρειάζονται συγκεκριμένες οδηγίες από τον Καρδιολόγο για την αντιμετώπιση της κατάστασης και τη σωστή θεραπεία.