Η στένωση αορτικής βαλβίδας αποτελεί μια νόσο με επιδημικό χαρακτήρα στον ανεπτυγμένο κόσμο, με την σοβαρή συμπτωματική αορτική στένωση να αποτελεί απόλυτη ένδειξη για αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας. Ωστόσο, τα δεδομένα για την βέλτιστη επιλογή ανάμεσα σε χειρουργική και διακαθετηριακή αντικατάσταση παραμένουν αντιφατικά. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο αριθμός ασθενών που υπόκεινται σε αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας έχει αυξηθεί, με παράλληλη μείωση πρώιμης μετεπεμβατικής θνητότητας. Η αύξηση των επεμβάσεων δεν αφορά αυξημένο επιπολασμό αορτικής στένωσης αλλά ευρύτερη χρήση της διακαθετηριακής θεραπείας, με συμπερίληψη ασθενών μεγαλύτερης ηλικίας και αυξημένων συννοσηροτήτων. Οι προβληματισμοί που τίθενται για την ορθή επιλογή διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία. Η βιωσιμότητα της βιοπροσθετικής βαλβίδας, οι συνυπάρχουσες ανατομικές ανωμαλίες και ο κίνδυνος μακροπρόθεσμης βηματοδότησης αποτελούν μείζονες προβληματισμούς στις μικρότερες ηλικίες, κάτω των εξήντα ετών. Τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά και οι συννοσηρότητες, όπως συνυπάρχουσα στεφανιαία νόσος ή σοβαρή πρωτοπαθής μιτροειδική ανεπάρκεια, αποτελούν δίλλημα στις ενδιάμεσες ηλικίες, εξήντα με ογδόντα ετών. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, άνω των ογδόντα ετών, τίθενται ζητήματα σχετικά με τους θεραπευτικούς στόχους και το προσδόκιμο ζωής του ασθενή. Όσον αφορά την απευθείας σύγκριση των δύο μεθόδων, μελέτες με προοπτικά δεδομένα έχουν αναδείξει συγκρίσιμα ποσοστά θνητότητας και μειζόνων επιπλοκών, όπως εκφύλιση βιοπροσθετικών βαλβίδων, τοποθέτηση βηματοδότη και ανάγκη επανεπέμβασης. Συμπερασματικά, η διακαθετηριακή αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας αποτελεί πλέον μία μέθοδο ασφαλή και αξιόπιστη, της οποίας οι θεραπευτικές ενδείξεις αναμένεται να επεκταθούν.
PDF