Η έγκαιρη διάγνωση της καρδιακής σαρκοείδωσης αποτελεί πρόκληση για το σύγχρονο καρδιολόγο, καθώς τα κλινικά ευρήματα είναι μη ειδικά και καμία παρακλινική εξέταση δεν μπορεί από μόνη της να ανιχνεύσει τη νόσο. Επαγρύπνηση επομένως συνιστάται σε κάθε περίπτωση τεκμηριωμένης εξωκαρδιακής σαρκοείδωσης ή σε άτομα ηλικίας <55-60 ετών με «ανεξήγητη» μυοκαρδιοπάθεια, 2ου ή 3ου βαθμού κολποκοιλιακό αποκλεισμό ή κοιλιακή ταχυκαρδία/μαρμαρυγή. Η μυοκαρδιακή βιοψία μπορεί να θέσει οριστική διάγνωση, η χαμηλή εντούτοις ευαισθησία της μεθόδου καθιστά αναγκαία τη διερεύνηση «ύποπτων» περιστατικών με ποικίλες απεικονιστικές τεχνικές. Η ηχωκαρδιογραφία δεν παρέχει συνήθως ειδικά ευρήματα, οι κρίσιμες όμως πληροφορίες της για τη δομή και λειτουργία της καρδιάς αποτελούν προαπαιτούμενα για την παραπομπή των ασθενών σε έλεγχο με άλλες μεθόδους. Η καρδιαγγειακή μαγνητική τομογραφία (CMR), και μάλιστα με τη χρήση της καθυστερημένης ενίσχυσης με γαδολίνιο, καθιστά δυνατή την εντόπιση εστιών μυοκαρδιακής ίνωσης, ενώ με τη χρήση των Τ2-σταθμισμένων ακολουθιών και των νεότερων τεχνικών (Τ1 και Τ2 χαρτογράφηση), «φιλοδοξεί» να συμβάλλει στη διάγνωση της νόσου κατά την οξεία φλεγμονώδη φάση. Η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων με 18F-φθοριο-2-δεόξυ γλυκόζη (FDG PET) θεωρείται ότι παρέχει τη δυνατότητα πρώιμης ανίχνευσης των φλεγμονωδών εστιών της σαρκοείδωσης και ο συνδυασμός με τη μελέτη αιμάτωσης του μυοκαρδίου (perfusion) ενδεχομένως να αυξάνει τη διαγνωστική της αξία. Προσφάτως, έχει εισαχθεί η υβριδική μέδοθος FDG PET-CMR, που στοχεύει στην ανίχνευση όλων των σταδίων της καρδιακής σαρκοείδωσης, ενώ πολλά δεδομένα υποστηρίζουν το ρόλο της διδιάστατης παραμόρφωσης (2D strain), κυρίως όσον αφορά στον καθορισμό της πρόγνωσης και στην παρακολούθηση ασθενών με καρδιακή σαρκοείδωση.

PDF