Κωνσταντίνος Β. Εγγλεζόπουλος
Καρδιολογικός Τομέας, Κλινική “Metropolitan General”, Αθήνα
Στέφανος Γρ. Φούσας
Καρδιολογικός Τομέας, Κλινική “Metropolitan General”, Αθήνα
Περίληψη
Η επιδημιολογία των βαλβιδοπαθειών έχει αλλάξει. Η επίπτωση της ρευματικής προσβολής είναι πλέον αμελητέα στον αναπτυγμένο κόσμο. Η εκφυλιστική νόσος αποτελεί τώρα την πιο συχνή μορφή πάθησης των βαλβίδων, έχοντας εξελιχθεί σε μείζον υγειονομικό πρόβλημα(1). Στο πλαίσιο αυτό, η μετρίου βαθμού και άνω ασβεστοποιός στένωση της αορτικής βαλβίδας ήταν(2) και παραμένει(3) η πιο συχνή πάθηση αυτόχθονης βαλβίδας, σύμφωνα με μελέτες σε αρκετές χιλιάδες Ευρωπαίων και άλλων ασθενών. Επίσης, η σοβαρού βαθμού ασβεστοποιός στένωση της αορτικής βαλβίδας αποτελεί την πάθηση αυτόχθονης βαλβίδας που πιο συχνά παραπέμπεται για αντιμετώπιση(2, 3). Το γεγονός αυτό ενισχύει το ενδιαφέρον γύρω από βαλβιδοπάθειες που συχνά συνυπάρχουν με αυτήν. Δύο τέτοια παραδείγματα αποτελούν η ανεπάρκεια της μιτροειδούς και της τριγλώχινας βαλβίδας. Στους ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας υπάρχει η δυνατότητα ταυτόχρονης παρέμβασης στη μιτροειδή ή την τριγλώχινα, εφόσον το επιτρέπει ο χειρουργικός κίνδυνος. Αντιθέτως, στους ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίζονται διακαθετηριακά η επέμβαση εστιάζει μόνο στην αορτική βαλβίδα και συνεπώς όλοι εξέρχονται του αιμοδυναμικού εργαστηρίου παρουσιάζοντας διάφορης βαρύτητας υπολειπόμενες ανεπάρκειες των κολποκοιλιακών βαλβίδων. Είναι συνεπώς ιδιαίτερα σημαντικό για τον καρδιολόγο να γνωρίζει τι αντίκτυπο έχει αυτό στην πρόγνωση των ασθενών που παραπέμπονται προς διακαθετηριακή αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας.